κεραμοτήξ

κεραμοτήξ
κερᾰμοτήξ, ῆγος, , τήκω)
A potter, Theognost.Can.40.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κεραμοτήξ — κεραμοτήξ, ῆγος, ὁ (Μ) κεραμέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + τήξ (< τήκω), πρβλ. μολυβδο τήξ] …   Dictionary of Greek

  • κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”